- εγχάραγμα
- τό1) надрез, насечка, зарубка; 2) гравюра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγχάραγμα — το (AM ἐγχάραγμα) νεοελλ. εντομή, χαραματιά αρχ. (για έδαφος) κοίλωμα, χαράδρα … Dictionary of Greek
εναποσφράγισμα — ἐναποσφράγισμα, το (Α) αποτύπωμα, απεικόνιση, εγχάραγμα … Dictionary of Greek
εντύπωμα — το (Α ἐντύπωμα) το αποτέλεσμα τού εντυπώνω (εντυπώ), το αποτύπωμα, το ίχνος νεοελλ. ανατ. κοιλότητα πάνω στην επιφάνεια ενός οργάνου μέσα στην οποία εισχωρεί τμήμα άλλου οργάνου αρχ. το σχήμα που χαράχθηκε ή αποτυπώθηκε με πίεση, εγχάραγμα,… … Dictionary of Greek
παρεγχάραγμα — τὸ, Μ αλλοίωση, φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγχάραγμα (< ἐγχαράσσω «χαράζω, κάνω εντομές σε σκληρό υλικό»)] … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek